|
лёгкий; мягкий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лёгкий? — απάλαφρος как на (ново)греческом будет слово мягкий? — απάλαφρος как с (ново)греческого переводится слово απάλαφρος? — лёгкий, мягкий — ορκοδοτώ — βυτιοποιός — πολυτάραχος — λιομαζώχτρα — στραπατσάρισμα — φύλλο — αλάκτιστος — στρογγυλάδα — γουρνωτός — ταξί — τσαπατσούλης — ακοσκίνητος — χυδαϊκός — διυλιστήρας — περιέχω — λοφωτός — ψωρόχορτο — μπεκρής — μανομετρικός — απόσταν — γουρουνιά |
|||