|
розничный; ~ό εμπόριο — розничная торговля; ~ή πώληση — розничная продажа #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово розничный? — λιανικίός как с (ново)греческого переводится слово λιανικίός? — розничный — ασκόνταφτος — εφτάωρος — ύδρευμα — μπάμια — τετρα- — νανουριστικά — σιγοβρέχει — φιλεπιστήμων — αγκομαχώ — υποτρέμω — ίσα — βαθύσκιος — οπλισμός — ένθεος — νίψις — σταθμίζω — πιρούνα — μηχανοπέδη — φούρνα — εχέμυθος — φαναρτζοδουλειά |
|||