|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово άχρονος? — — ψαρής — ακαλήφη — ελαττώνω — ξεμάτιασμα — γλυκοκοίμισμα — αφόρητα — εκτυπωτής — άμελγμα — οδοντοϊατρική — πεντακόσιοι — ξεχαρβάλωτος — σουτζουκάκι — εναποτυπώ — σινάπισμα — ακαλαίσθητος — ενωμόταρχος — υπομισθώτρια — αποδοτικότητα — ακτή — ιώτα — αμνηστεύω |
|||