|
1) гладкий, скользкий; 2) скользящий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гладкий? — γλιστράς как на (ново)греческом будет слово скользкий? — γλιστράς как на (ново)греческом будет слово скользящий? — γλιστράς как с (ново)греческого переводится слово γλιστράς? — гладкий, скользкий, скользящий — υπερκαταναλωτισμός — γδύνομαι — ποστομανία — μονωτήρας — απηγορευμένος — χάροντας — ασιανή — ανηβος — σφυγμομετράω — ρέψιμο — καρτέρημα — αποχιονιστικός — φωτότυπο — πυραυλάκατος — σθεναρός — παραγέρασμα — ανάρμεχτος — σωματοποιούμαι — μαθητιώ — βαλσάκι — μοντερνιστικά |
|||