|
прям., перен. ослепительный; ~όν φώς — ослепительный свет; ~ή καλλονή — ослепительная красота #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ослепительный? — εκθαμβωτικός как с (ново)греческого переводится слово εκθαμβωτικός? — ослепительный — ακαρύκευτος — καλαθοποιία — ίς — συρματοποίησις — μεταλλοξείδιο — οιστρογόνο — μανουρατζής — λυγνός — αντικλείδι — δευτερωμένος — συλλυπούμαι — ζωνοσκώληκες — συριά — συστοιχία — πεπόνι — θηλυτοκία — υφαιρώ — δυσκατόρθωτος — συγκαίω — σωληνώνω — χωρισμός |
|||