|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μαυροπίπερο? — — περιθάλπω — θερμαντικότητα — πηδαλιουχούμενον — δουλοπάροικος — μώψ — νταραβερίζομαι — προμήτωρ — αστάθμητος — βυζάκι — γαργάλισμα — ήλασα — βουλιθιά — αεροπειρατεία — βιβλιογράφος — αποκληρωτικός — νομογραφία — χαχάνισμα — διαφωτισμός — στρύμωγμα — μετάνοια — μυριοπτέρυγος |
|||