Новогреческий словарь
κερήθρα
κερήθρα
η
соты
;
μέλι ~ς — сотовый мёд
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
соты
? —
κερήθρα
как с
(ново)греческого
переводится слово
κερήθρα
? — соты
#
(ново)греческий словарь
—
αυτοδοκιμασία
—
νεώτερα
—
αρχέτυπος
—
τριακονταετής
—
μουρλαμάρα
—
άκανθος
—
νεογνό
—
ψεμματούρης
—
βιω
—
αδειπνος
—
αποσυγκέντρωση
—
ανεμορραγία
—
γένια
—
πυκνόρρευστος
—
κατάπλατα
—
αξεπέραστος
—
σχολαστικός
—
ζυγίζομαι
—
οιοσοφαγισμός
—
κόνδωρ
—
λιόκαλος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве