Новогреческий словарь
ξεκαλτσώνω
ξεκαλτσώνω
снимать чулки, носки
[x:trans][снимать чулки,снимать носки/x:trans]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξεκαλτσώνω
? —
#
(ново)греческий словарь
—
μπαμπακόλαδο
—
ελληνικά
—
άγογγυση
—
αλεπτολόγητος
—
σύγκειμαι
—
ξυλότοιχος
—
ανθρωπιστικός
—
απρόσκλητος
—
πεισματώδης
—
νευροπαθολόγος
—
καϊξής
—
κιότεμα
—
υδροφορείο
—
επιλύχνιος
—
ξέβγασμα
—
ιδεαλιστικός
—
άνοιγμα
—
ανανδρία
—
τσαμπουκαλής
—
κακοφορμίζω
—
ξέζωσμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве