|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υπερκεράζω? — — κασόνιασμα — θεοποιητικός — κελάρης — εγκεντρίδα — φαζάνι — ανοικειότητα — πεζοναυτικό — αλλοπαρμένος — ακρωτηρίαση — νοεμβριάτικος — ξεπερνάω — παρηγορήτρα — αλλότυπος — ανεγγύητος — καλαισθησία — ανωκάτω — κρεμάμενα — ορθοτονούμαι — στενόχωρα — αυτοδιοίκητος — ψεκαστήρας |
|||