|
физиол. извергать семя #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово извергать семя? — εκσπερματίζω как с (ново)греческого переводится слово εκσπερματίζω? — извергать семя — σουρεαλίστρια — μεταρσιώνω — Μακαριώτατος — ασυλλόγιστος — απογοητευτικός — σαρακιάζω — χειλικός — κουφός — φωτοχαρακτική — μάνατζερ — κατεχόμενα — παραβαραίνω — χιλιομετρικός — επίκεντρο — σβαρνίζω — υφαλοδείκτης — ψειριασμένος — γλείμμα — κάρο — αδικογεράζω — ανακόλληση |
|||