|
возводить на трон, на престол #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово возводить на трон? — ενθρονιάζω как с (ново)греческого переводится слово ενθρονιάζω? — возводить на трон — λίνον — καθημερινός — χαλαρός — γριππώδης — μεταξοειδής — γλαντός — αντικριστός — βδελυγμία — άθροισμα — αναλώνω — πρόθεση — επιστρόφια — χορηγός — Ιρλανδός — ολάκερος — μόνος — αφτί — ανανδρία — πλαισιώνω — λαμπάδα — πλαγιοδρομώ |
|||