Новогреческий словарь
προσεπιμετρώ
προσεπιμετρώ
юр.
определять
(меру наказания)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
определять
? —
προσεπιμετρώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
προσεπιμετρώ
? — определять
#
(ново)греческий словарь
—
κατατρεγμός
—
κατάρτι
—
τριγλωσσία
—
μαργιόλος
—
γουρουνόμαντρα
—
τουρίστρια
—
υποκελευστής
—
θαλασσοπορία
—
μορμολύκειον
—
ξεδολώνω
—
λεόντειος
—
κοντσέρτο
—
αρτόκρεας
—
αμύθητος
—
τοκοφόρος
—
αποθεώνομαι
—
παρακκλήσι
—
αεροεξπρές
—
βαθμολόγηση
—
οδεύω
—
θολότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве