Новогреческий словарь
σκεπαστικός
σκεπαστικός
защитный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
защитный
? —
σκεπαστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκεπαστικός
? — защитный
#
(ново)греческий словарь
—
μείξις
—
συμπαρομαρτούντα
—
μαρξίστρια
—
υποπράκτορας
—
λόρδα
—
αποχρωστικός
—
καλοδιοικούμενος
—
εγκάθετος
—
υφαλμυρίζω
—
λουθουνάρι
—
προπονητικός
—
υπέρυθρος
—
βρουχισμός
—
ανθρακεμπορία
—
βασισμένος
—
εξυπνητήρι
—
φαινολογία
—
ανεπιμιξία
—
ανθρακόκονις
—
χεράκι
—
παραπτωματάκι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве