|
защитный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово защитный? — σκεπαστικός как с (ново)греческого переводится слово σκεπαστικός? — защитный — φόρον — καλούπι — δοξάρι — αποβίβαση — μικρομετρία — υφαντουργίνα — ασκητεία — παρατηρητικότης — εξίχθην — άκρια — εχθροπραξία — διπλάλμπουρος — χαψί — μπολερό — θεσμοδότης — αζεμάτιαστος — ακυρώσιμος — αφροστεφανωμένος — υδρόμυλος — αστίατρος — γαλάρι |
|||