|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σαρωτικός? — — Ρώσος — πρόναος — ποινικότης — αιχμική — ντιστενγκές — βαράθρωση — αργονόητος — ψιμυθιολόγος — χειρίδα — μεσώ — ανατοκίζω — ανήκουστος — τονικότητα — ουρικός — σιάχνω — ορμίζω — σαρκασμός — αντιστικτικά — φωνομιμητική — σιγοκλαίω — εμβρυολογικός |
|||