Новогреческий словарь
βλεννορροϊκός
βλεννορροϊκός
гонорейный
;
~ή αρθρίτις — гонорейный артрит
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гонорейный
? —
βλεννορροϊκός
как с
(ново)греческого
переводится слово
βλεννορροϊκός
? — гонорейный
#
(ново)греческий словарь
—
συμπλέω
—
πυργίτης
—
ηλεκτροληψία
—
βασιλίσκος
—
αρκουδοπούρναρο
—
προσφεύγω
—
καλοχτίζω
—
αριστεροσοσιαλιστικός
—
ιππευτικός
—
φεγγαριασμένος
—
δοντόπονος
—
λείπομαι
—
νοολογικός
—
Ουκρανός
—
παραπονεύομαι
—
αυξομειούμαι
—
τιθασσευστής
—
κέραμος
—
ανεπηρέαστος
—
ξεπρήσκομαι
—
ξεγυμνώνομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве