Новогреческий словарь
αναθεματισμένος
αναθεματισμέν|ος
проклятый
;
~ νά είσαι! — [phrase]будь (ты) проклят![/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
проклятый
? —
αναθεματισμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναθεματισμένος
? — проклятый
#
(ново)греческий словарь
—
κρασοβάρελο
—
καταταλαιπωρώ
—
ανατροφοδότηση
—
γαιανθρακοποίηση
—
θεοκρατία
—
οξυϋδρογόνο
—
πέταμα
—
γλυκόποτος
—
στοιχειοθετικός
—
κρατίδιο
—
επικυριαρχικός
—
σεληνιασμός
—
επιθανάτιος
—
άκανθα
—
μετεξέταση
—
πεπόνι
—
ακριτοέπεια
—
πυρωτικός
—
ακοκκίνιστος
—
απομυξίζομαι
—
ανθρωπινός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве