Новогреческий словарь
αυτοεπιβάλλομαι
αυτοεπιβάλλομαι
владеть собой
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
владеть собой
? —
αυτοεπιβάλλομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτοεπιβάλλομαι
? — владеть собой
#
(ново)греческий словарь
—
συνοπτικότητα
—
μισθουλάκος
—
φαληρικός
—
δίπορτο
—
τετρακοσιοστός
—
μπενζίνο
—
έκθετο
—
αλευρίτικος
—
πετροβολάς
—
υπόθερμος
—
θεατρομανία
—
σιλλιμανίτης
—
εξουσιοδοτημένος
—
εγκοχλιώνω
—
οροφή
—
σαραβόλιασμα
—
καλαποδάς
—
βοϊδοκέφαλος
—
μετεμψυχώνομαι
—
διαβολεύω
—
αλίσκομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве