Новогреческий словарь
κινητήρας
κινητήρας
ο
двигатель, мотор
;
~ εσωτερικής καύσης — двигатель внутреннего сгорания
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
двигатель
? —
κινητήρας
как на
(ново)греческом
будет слово
мотор
? —
κινητήρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
κινητήρας
? — двигатель, мотор
#
(ново)греческий словарь
—
καταπτοώ
—
προσρόφηση
—
διακλήρωσις
—
αφιλοτιμία
—
χιλιοφορεμένος
—
κορυφαίος
—
αδιαλλαξία
—
μεταίχμιο
—
βεληνεκές
—
ανασείω
—
σηματοδότηση
—
μελισσοκομείο
—
παννάδα
—
δογκιχωτισμός
—
περικεφαλαία
—
υπερώο
—
τσαμπούνημα
—
τσούλα
—
ατενίζω
—
παγοκόφτης
—
λιποκιβώτιον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве