|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μουλάρωμα? — — εκχωρητής — ψυχομαραίνομαι — τάγγισμα — διαβόητος — αποκρατικοποίηση — βέρστι — κλαγγάζω — παγκοσμιοποιώ — κερατώδης — απογέμιση — οπλομαχία — ξεσελλώνω — αρχιμουσικός — αποτυπώνομαι — βουλιάζω — αλλοιώσιμος — αριστεροδέξιος — μετεπιβίβαση — ρητινοφόρος — ανταλής — ισότητα |
|||