Новогреческий словарь
διακορευτικός
διακορευτικός
лишающий девственности; растлевающий
(малолетних)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лишающий девственности
? —
διακορευτικός
как на
(ново)греческом
будет слово
растлевающий
? —
διακορευτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
διακορευτικός
? — лишающий девственности, растлевающий
#
(ново)греческий словарь
—
προστατευτικό
—
επιστημονικοφανής
—
καταντρέπομαι
—
τέττιγας
—
δεκαπενταετία
—
αντιμιλιταρισμός
—
πρασινογάλαζος
—
ασβεστοχρίω
—
δαχτυλογράφος
—
μονομαχώ
—
ασσορτιμέντο
—
κατακοπιάζω
—
ταυρομαχικός
—
ατροφία
—
μεταπρατικός
—
ανθρωπολογία
—
βαμβακαγορά
—
ανωδομία
—
Φραντζέζος
—
διεξερευνώ
—
νανουρίζομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве