Новогреческий словарь
κάμηλος
κάμηλ|ος
η
верблюд
;
===
οι διυλίζοντες τόν κώνωπα καί καταπίνοντες τήν ~ον — погов. [phrase]в чужом глазу соломинку мы видим, а у себя не видим и бревна[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
верблюд
? —
κάμηλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
κάμηλος
? — верблюд
#
(ново)греческий словарь
—
βουρκώνω
—
ηκροασάμην
—
Ευαγγελισμός
—
φρόνηση
—
ρεσιτάλ
—
ξινούτσικος
—
κατάφωρα
—
ηγουμενεία
—
δεκαεπταετία
—
εικοσάδραχμο
—
κοινοπραγία
—
δίπλα
—
ψαράδικο
—
αντωνυμία
—
θαλαμικός
—
μουνίτσα
—
σπερματίας
—
αντιφασιστικός
—
αξυρισιά
—
βουερός
—
μονοτονικό
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве