Новогреческий словарь
απολλύω
απολλύω
(αόρ. απώλεσα)
терять, лишаться
;
απώλεσε τήν περιουσία του — он потерял всё имущество
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
терять
? —
απολλύω
как на
(ново)греческом
будет слово
лишаться
? —
απολλύω
как с
(ново)греческого
переводится слово
απολλύω
? — терять, лишаться
#
(ново)греческий словарь
—
ετερόκλιτος
—
ενέθηκα
—
υπερεντείνω
—
αστροναυτική
—
φιλοκττιμοσύνη
—
χρυσοχέρης
—
βοηθώ
—
σκιαγραφία
—
αλεστικά
—
εικοσιμιά
—
υστερογενής
—
δίσκελο
—
ξερόφυλλο
—
ελικηδόν
—
καρβουνόσκονη
—
προδικασία
—
ποταμηδόν
—
πολλαπλούς
—
τουφέκισμα
—
κοιλιαλγία
—
πυροσβεστική
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве