|
το тулуп, шуба #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тулуп? — τουλούπι как на (ново)греческом будет слово шуба? — τουλούπι как с (ново)греческого переводится слово τουλούπι? — тулуп, шуба — φλυκταινώδης — αναδαμαλίζω — τιμαλφής — υδάτωση — χουλιαριά — χρωματιστικός — περιφρούρηση — παραξηγάω — κάτασπρος — οκτακοσαριά — ορόγαλα — γιαχνίζω — βαπορέτο — λεκανοπέδιο — λαρύγγι — ελελίφασκος — ενενηντάρης — καλιμπράρισμα — ευφημώ — δίστομος — γνοιάση |
|||
|