Новогреческий словарь
υποστάθμη
υποστάθμη
η
отстой, осадок
;
===
άνθρωπος (τής) κατωτάτης (или εσχάτης) ~ς — подонок
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отстой
? —
υποστάθμη
как на
(ново)греческом
будет слово
осадок
? —
υποστάθμη
как с
(ново)греческого
переводится слово
υποστάθμη
? — отстой, осадок
#
(ново)греческий словарь
—
μετριοφρόνως
—
διάπραξη
—
σιδηροπυρίτης
—
βοηθημένος
—
μενεξές
—
φόρον
—
έμπραχτος
—
ματθαιολία
—
ευκλείζω
—
ανθοβολιά
—
ακαταπτόητος
—
δακτυλοδεικτώ
—
προσιτός
—
διαχυτικός
—
ασπρόρρουχο
—
σαλαγητό
—
αποστειρωτής
—
σουμπρέττα
—
μπόρτσι
—
βλεπές
—
ηλεκτροδοτώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве