|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ποντικοκούραδο? — — θρούς — βρωμερότητα — πρόθυρα — αμετάκλητος — ετερογένεσις — γαστρικός — ψηφοθετώ — αναστομώνω — μονώροφος — βαθύνους — αντιθωρώ — υπεξαγωγή — πρόκομμα — δίπλευρος — ηλεκτροφόρος — ασκητήριον — ραδιοσκοπώ — χαλώ — ντραμιτζάνα — αναγνώστρια — ανασκελώνω |
|||