|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χρυσόβουλο? — — ψηφοθέτηση — θεσμοθέτης — αποκαθαρίζω — σκίρτησις — διεκπεραιωτής — θεοποιούμαι — αφεντεύω — εικονογράφημα — παντρεύομαι — αντεπαναστατικώς — πάκτωμα — βασιλοκόλακας — ημερομίσθιος — ψευτοδουλειά — ψιλοδουλεύω — χαρτορρίχτρα — απαλλοτρίωση — θορυβημένος — άνοστος — αιτιαρχία — τρίωρος |
|||