Новогреческий словарь
νίβω
νίβω
(αόρ. ένιψα, παθ. αόρ. (ε)νίφτηκα).
умывать, мыть
;
===
τό 'να χέρι ~ει τ' άλλο καί τά δυό τό πρόσωπο — посл. [phrase]рука руку моет[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
умывать
? —
νίβω
как на
(ново)греческом
будет слово
мыть
? —
νίβω
как с
(ново)греческого
переводится слово
νίβω
? — умывать, мыть
#
(ново)греческий словарь
—
υβριστικός
—
σαλπιγγίτιδα
—
τεχνουργός
—
δευτερώνω
—
κανναβόσκοινο
—
αποστοματίζω
—
προσεύχομαι
—
στοιχειοθέτης
—
κείμενος
—
αναρριχητής
—
ταφτάς
—
εκναυλωτής
—
βελονόφυλλος
—
αδιάφθορο
—
ωοκύτταρο
—
αξιωμένος
—
ομόχρονος
—
αξιοποίηση
—
κελαδώ
—
θεοτικά
—
μπρίο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве