Новогреческий словарь
βέρτζινος
βέρτζιν|ος
:
έμεινε ~ — [phrase]он остался без гроша[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
βέρτζινος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ανδρικός
—
ενωρίς
—
αρτοπαρασκευαστής
—
αλυφαντής
—
εναντιογνωμώ
—
εθνικιστής
—
ναρκισσιστής
—
κανόνισμα
—
εκπαραθυρώνω
—
φλακιάζω
—
φιλίστωρας
—
δεκατρείς
—
ολμοστάσιο
—
αποφυλλίζω
—
αγριέλι
—
τουρκικά
—
τορναδόρος
—
κατόκλυση
—
κουλτουριάρα
—
παράπτωμα
—
απολέμητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве