|
το доска; γίνομαι ~ — сделаться как доска, сильно похудеть #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово доска? — σανίδι как с (ново)греческого переводится слово σανίδι? — доска — πλαστικότητα — δεύτερα — τριακοντούτης — χόλιασμα — ανεπαρκώς — κρωγμός — ματαιοπονώ — πάστορας — αστειολογία — εμμανής — εξαντλώ — πανερημιά — λυγνός — σκουντούφλης — καμίνι — αλατότοπος — σουβλί — κοντομύτης — αξιοσύνη — ενδεσμος — στράτα |
|||