Новогреческий словарь
συμμιγνύω
συμμιγνύω
(αόρ. συνέμιξα, παθ. αόρ. συνεμίχθην и συνεμίγην, μετχ. πρκ. συμμεμιγμένος)
смешивать, перемешивать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
смешивать
? —
συμμιγνύω
как на
(ново)греческом
будет слово
перемешивать
? —
συμμιγνύω
как с
(ново)греческого
переводится слово
συμμιγνύω
? — смешивать, перемешивать
#
(ново)греческий словарь
—
αρέσκομαι
—
αιμοδυναμικός
—
ανεχίτωμα
—
περιγράφω
—
γιάκ
—
αλαφρόστρατος
—
εξωστήρ
—
ανακλαδίζομαι
—
ολοκληρωμένος
—
τούλινος
—
απαράβλητος
—
μονογένεια
—
ακτινοσκοπώ
—
πήδος
—
χρεόλυτρο
—
τρωγλοδύτης
—
ξεμοναχιάζομαι
—
αστίατρος
—
χημισμός
—
συνοστέωση
—
τσομπανόσκυλο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве