Новогреческий словарь
διαπλανητικός
διαπλανητικός
межпланетный
;
~ σταθμός — межпланетная станция
;
~ές πτήσεις — межпланетные полёты
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
межпланетный
? —
διαπλανητικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαπλανητικός
? — межпланетный
#
(ново)греческий словарь
—
νοσοφόρος
—
καθεαυτού
—
ειδησεολογικός
—
προεδρείο
—
γύροθεν
—
διαγκώνιση
—
μάλαμα
—
γεφυροθοποιός
—
ιστιούχος
—
μανθόσουπα
—
ενοποιούμαι
—
αξόνιο
—
παλλαϊκός
—
αναπαύω
—
προβληματίζομαι
—
μεταχείριση
—
κεντρικά
—
σορόκος
—
μεταγραμματισμός
—
πρωτοπρεσβύτερος
—
διαδρομεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве