|
некрещёный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово некрещёный? — αβάπτιστος как с (ново)греческого переводится слово αβάπτιστος? — некрещёный — σιδηροβιομηχανία — καλάμι — ναυλωτικό — γροθοκοπανιά — φιδές — κληρονόμος — αξιοτιμώρητος — καυχηματίας — βιβλιογνωστικός — προβοσκίδα — Δευτέρα — δεκατρείς — ανωδομή — ντοπιολαλιά — διαφεντεύω — πετονιά — αντιπληθωριστικός — γατοφαγωμένος — ευδιάθετος — ξέχωσμα — χεσμένος |
|||