|
гусиный; ~ον κρέας — гусятина; ~ον δέρμα — гусиная кожа #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гусиный? — χηνήσιος как с (ново)греческого переводится слово χηνήσιος? — гусиный — Τεμπελοχώρα — προβατάκι — ακαταπολέμητος — άπταιστος — κότσιαλο — φρακτήρας — ναυπηγός — βασιλεύω — κροκάλη — εννεακισχίλιοι — γενειάζω — ευθυμολογώ — αμαυρώνω — γκαζόζα — φεσοποιός — τίποτα — ερημώ — γλυκομουρμούρισμα — αντρογυναίκα — εκρηκτικός — προφυλακτήρας |
|||