Новогреческий словарь
αντίγραφο
αντίγραφο
το прям., перен.
копия
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
копия
? —
αντίγραφο
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντίγραφο
? — копия
#
(ново)греческий словарь
—
νεοαποικισμός
—
ολιγόζωος
—
όσος
—
καρπέτο
—
ξεσβερκιάζομαι
—
συμπαραστάτρια
—
πυριτιδοποιείο
—
αυτοπροαίρετα
—
αξιοθέατα
—
ντίβα
—
αποβουτυρωμένος
—
περίφρακτος
—
χρυσορρήμων
—
κλινοστρωμνή
—
γλεντοκοπώ
—
αλλέγρο
—
έγνοια
—
ενδόσιμος
—
τάϊσμα
—
δεσιά
—
περίγυρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве