|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αυτοκολακευόμενος? — — λιθογλυφία — μεσοκυττάριος — πλευροκοπικός — διασκέλιση — σιτεμπόριο — λαγοκοιμιέμαι — πολυφλύαρος — ιέρας — αμισθοδότητος — πόδας — τουρτουρίζω — κακοντυμένος — τορπιλλισμός — πονετικός — διάστρεμμα — ερεύγομαι — λεύκασμα — κοιμάμαι — αξύπνηγος — μαγουλίκα — συνενοχή |
|||