|
ο солевар #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово солевар? — αλοπηγός как с (ново)греческого переводится слово αλοπηγός? — солевар — φωτογράφος — γαλατόσαρκος — μπανιερό — διάλευκος — απορροφήσιμος — χρυσοτρίχης — χαζοχαρούμενος — εμπέδωση — καμπανίζω — δικτυοειδής — χηνοτρόφος — αναφυλαξία — υπνοφόρος — ακράτως — φανταχτικός — ψυχοθεραπεύτρια — αρλουμπιτζής — μονόπλευρα — βρομόξυλο — πάστρευμα — βουτυροκομω |
|||