Новогреческий словарь
σωσίβιος
σωσίβι|ος
спасательный
;
~ λέμβος — спасательная лодка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
спасательный
? —
σωσίβιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
σωσίβιος
? — спасательный
#
(ново)греческий словарь
—
φυτάδι
—
πυγμόμετρο
—
ακανθυλλίς
—
τρισδιάστατος
—
γλιστερίδα
—
εξωγενής
—
πλαγιοκαλπασμός
—
ευκαμψία
—
κακοδιαθεσία
—
υστεροχρονολογώ
—
ατέλευτος
—
γουρουνάς
—
κοκοστομαχώ
—
φίλαλλος
—
αποκρουστήρας
—
ανατοκίζω
—
δευτερείο
—
κόπρανο
—
ιός
—
εμβύω
—
αφιερώνομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве