Новогреческий словарь
ιεραρχικός
ιεραρχικός
иерархический
;
~ή κλίμακα — иерархическая лестница
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
иерархический
? —
ιεραρχικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ιεραρχικός
? — иерархический
#
(ново)греческий словарь
—
αναφεγγιά
—
υπασπιστής
—
διαπεραστός
—
ακοίμητος
—
διαμαντοκάμωτος
—
ευκίνητο
—
ματσουλίζω
—
αντενοκάταρτο
—
εμπήγω
—
ζεμάτισμα
—
αμιλησιά
—
ακτημοσύνη
—
αντεισήγηση
—
οπωρικός
—
δίοδος
—
δράνα
—
ενέθηκα
—
προσαγορεύω
—
κανιβαλικός
—
ξυλαγκάθα
—
απογυμνίωνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве