Новогреческий словарь
πτωχοπρόδρομος
πτωχοπρόδρομ|ος
ο 1)
нытик
;
2)
крохобор
(об учёном)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
нытик
? —
πτωχοπρόδρομος
как на
(ново)греческом
будет слово
крохобор
? —
πτωχοπρόδρομος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πτωχοπρόδρομος
? — нытик, крохобор
#
(ново)греческий словарь
—
αρτοβιομηχανία
—
κουμπότρυπα
—
ανταμείβομαι
—
αλλοπαθητικά
—
πουλερικά
—
πεντακοσάρι
—
ανατοκίζω
—
χασμάς
—
υπεργλυκαιμία
—
μακροσκοπία
—
βυθοκορήματα
—
τεμαχισμένος
—
ψηφίζω
—
παρεμβολή
—
ερυθρομέλας
—
φετφάς
—
αλληλοτυπία
—
συντονίζω
—
παρίας
—
περιχαρακώνω
—
υπόβλητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве