|
ο 1) нытик; 2) крохобор (об учёном) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нытик? — πτωχοπρόδρομος как на (ново)греческом будет слово крохобор? — πτωχοπρόδρομος как с (ново)греческого переводится слово πτωχοπρόδρομος? — нытик, крохобор — οδοντολογία — αφικόμην — εξόρυξη — αμφίστομος — θυμώ — λεμβοστάσιο — αδιαμέτρητος — συνιδιοκτησία — ξυλοκρέββατο — συνοίκηση — εξαφνος — καθαρτήριο — αραιός — εξακοντισμός — εφαρμοστήριο — προπέλλα — κουβαλώ — παρακλαδεύω — συνδιαλέγομαι — αφροδισιάζω — κυανό |
|||