|
вдвойне #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вдвойне? — διπλάσια как с (ново)греческого переводится слово διπλάσια? — вдвойне — κουτσουλάω — κορακίστικα — ακριτολογώ — μπαρουτίλα — κουβέρτα — μεταξοειδής — ξεσκουντώ — σχολιασμός — ραδιοεπικοινωνία — σύμβουλος — αδιαφόρετα — ταχυποδία — κουτσονόρα — δανεικά — αυτόχρημα — φλεβοτόμος — δεκράνι — λιχουδιάρης — πριγκιπόπουλο — επαναρρόφηση — λαλητά |
|||