|
1) русый; 2) рыжий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово русый? — ρούσος как на (ново)греческом будет слово рыжий? — ρούσος как с (ново)греческого переводится слово ρούσος? — русый, рыжий — πανημερία — Σαδδουκαίος — φόρτωση — εξεταστέος — πόδισμα — μελισσοτρόφος — φυσική — απειράριθμος — γαλή — υδροβιολογικός — κυτταρικός — βοσκός — οσμή — εμποροκαπετάνιος — μαμμόθρεπτος — ακρωτηριασμένος — ματοκύλισμα — απογευματάκι — ρουμπινένιος — θόριο — απιθώνω |
|||