|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θρησκευόμενος? — — διάμειψη — στειπτήριο — δίχηλος — χρυσόκολλα — άρασμα — αντισημίτης — Ρουμανία — σαπωνίζω — θαυμάστρια — τεχνηέντως — τσιουκάνι — πολυσύνθετος — αρχοθηρία — τάγγη — νυκτωδία — δίκιος — ανεπαρκής — επιμηκύνω — νεοφυτικός — αηδονοφωλιά — ιταλιωτικός |
|||