Новогреческий словарь
αγώνισμα
αγώνισμα
το
вид спорта
;
τά ~ίσματα — спортивные игры
;
ασχολούμαι μέ πολλά ~ίσματα — заниматься многими видами спорта
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вид спорта
? —
αγώνισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγώνισμα
? — вид спорта
#
(ново)греческий словарь
—
παραστάτης
—
προσομοιάζω
—
πέος
—
ρεπορτάζ
—
μανιοκατάθλιψη
—
ανάκακος
—
αγγάστρωτος
—
αλατέμπορος
—
μηνάω
—
κακορραμμένος
—
σφαιρίδιο
—
ανιώ
—
οψιμότητα
—
δευτερίας
—
αντιλαμβάνομαι
—
διπλοψήφισμα
—
κορνιζάδικο
—
βραχιολάκι
—
αποδυναμώνομαι
—
ξέπλεκος
—
παραλογίζομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве