Новогреческий словарь
γνέθω
γνέθω
(αόρ. έγνεσα)
прясть
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
прясть
? —
γνέθω
как с
(ново)греческого
переводится слово
γνέθω
? — прясть
#
(ново)греческий словарь
—
ξάπλωμα
—
ρυπαρογράφημα
—
απαγκιστρώνομαι
—
στεμφυλοπιεστήριο
—
εξημέρωση
—
ηγεμονόπαιδο
—
αιματοκύλιστος
—
οκταετηρίδα
—
αδικαίωτος
—
πασπατευτά
—
φιδότρυπα
—
αγουρίδα
—
ενδομητρίτις
—
αλληλοεπηρεαζόμενος
—
κουλτουριάρης
—
προφύλαξη
—
χρηστός
—
αδαμαντοπώλης
—
ξεγαντζώνομαι
—
εικοσιπεντάρι
—
κρυστάλλιασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве