|
(αόρ. επέμ(ε)ιξα ) смешивать (виды, расы и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смешивать? — επιμιγνύω как с (ново)греческого переводится слово επιμιγνύω? — смешивать — απόκριμα — φρυδάς — ρυθμικός — αποκρυφιολογία — τορπιλλοσωλήν — στυππίον — διακριτικότητα — κερεστές — κρυσταλλωτικός — τυφλογενής — ακαλοκάρδιστος — αβάσκαντος — κροκός — γεροντζιάζω — ομόφωνα — αρχεγονία — καταφυτεμένος — στολίδι — κωλοσφούγγι — νεκροφύλακας — εξοχή |
|||