Новогреческий словарь
σταχυολόγηση
σταχυολόγηση
η 1)
сбор колосьев
;
2)
компиляция
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сбор колосьев
? —
σταχυολόγηση
как на
(ново)греческом
будет слово
компиляция
? —
σταχυολόγηση
как с
(ново)греческого
переводится слово
σταχυολόγηση
? — сбор колосьев, компиляция
#
(ново)греческий словарь
—
μύραινα
—
εργαλειοστάτης
—
άνθραξ
—
φιλολογία
—
σπιθοβολή
—
επισείω
—
περίδετος
—
αιτιοκρατία
—
τραγοπόδαρος
—
μικροβατικός
—
ημερονύκτιος
—
χρυσαλίδα
—
προστυχόμουτρο
—
αεροκίνητος
—
ολιγοτεκνία
—
γνωστότατος
—
χιλιετής
—
μηρί
—
παγοκρύσταλλος
—
τειχοδομία
—
καστόρι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве