Новогреческий словарь
κρέμα
κρέμα
η 1)
сливки
;
2)
крем
;
===
η ~ τής κοινωνίας — сливки общества
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сливки
? —
κρέμα
как на
(ново)греческом
будет слово
крем
? —
κρέμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
κρέμα
? — сливки, крем
#
(ново)греческий словарь
—
διαλογιέμαι
—
μονοφωνικός
—
προτελευταίος
—
δημοτικός
—
οκτάπλευρος
—
ακροθιγώς
—
μουχρώνω
—
εγκυρότητα
—
νομισματολόγος
—
λιμνούλα
—
γλέντι
—
γατίλα
—
οπισθογραφώ
—
προβολέας
—
νταουλιέρης
—
συσσωρευτής
—
τεχνάζομαι
—
θενά
—
πολυφορτώνομαι
—
νοιασμένος
—
αερολιμένας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве