|
η 1) сливки; 2) крем; === η ~ τής κοινωνίας — сливки общества #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сливки? — κρέμα как на (ново)греческом будет слово крем? — κρέμα как с (ново)греческого переводится слово κρέμα? — сливки, крем — πουδροθήκη — πλατειαστικός — διακυμαίνω — εμπροστά — επιχειρησιακός — αθυρματοποιός — αποσβολώνω — ρόπτρον — ηλιοχημεία — θάλασσα — ζύγιση — διέβην — οφειλετικός — ρητινούχος — εξηντάρισσα — πατησιά — υπερηκοΐα — θρέφω — κόνξα — παρασπόρι — υποβοηθώ |
|||