|
το уменьш. к λύχνος #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λυχναράκι? — — μπουλτόγκ — γροτέσκο — ρινίτις — στειροχωρίζω — γοφάρι — υπερβορειοδυτικός — ξαντός — κάφτρα — εξελκούμαι — νομοταγής — τριτάρικος — γραώδης — αναφλογέας — φάντης — γλυκοθώρημα — αναχαιτίζω — υποβλάστη — γυφτοχώρι — χλωρασιά — πάσα — πατητή |
|||