|
η казеин #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово казеин? — καζεΐνη как с (ново)греческого переводится слово καζεΐνη? — казеин — βουργάρικος — βουκολικά — ηλιογραφία — πολιτευόμενος — πατρωνυμικό — Αυστραλή — κοκκαλιάρικος — αμόλλημα — πολυπράγμονας — υπουργείο — απραγιά — καναπεδάκι — έκκόκκιση — κωνοειδής — θραυστήρας — τήρηση — ανευόδωτος — νηπιαγωγός — εγκεντρίς — ελκυσμό — τυποτηλεγραφία |
|||