Новогреческий словарь
διυγραίνω
διυγραίνω
(αόρ. διύγρανα, παθ. αόρ. διυγράνθην)
промачивать, вымачивать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
промачивать
? —
διυγραίνω
как на
(ново)греческом
будет слово
вымачивать
? —
διυγραίνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
διυγραίνω
? — промачивать, вымачивать
#
(ново)греческий словарь
—
γερακίνα
—
ένθεσμος
—
ακρόστροφος
—
ξαναρρωσταίνω
—
μικροσκοπία
—
αφλεγής
—
διαγνωστικό
—
τούμπα
—
βερβέλι
—
εύκαρπος
—
χρυσόνημα
—
ηλιθιώδης
—
καντάδα
—
γλυκανάβλεμμα
—
κρυφάκουσμα
—
βαλσάκι
—
λατινικός
—
ντοματοχυμός
—
ανυποχώρητος
—
αδολίευτος
—
χιρσφελδία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω